The Eternity Man
Το τελευταίο 10ήμερο ελάμβανε χώρα στην Αθήνα το 14ο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου, το οποίο και παρακολούθησα ανελλιπώς (δηλ. όσο μπορούσα). Μεταξύ των ενδιαφερόντων ταινειών που είδα – ίσως μάλιστα η πιο ενδιαφέρουσα – ήταν το The Eternity Man. Η σκηνοθεσία ήταν του Julien Temple, γνωστού από το affiliation που είχε με την punk σκηνή της Αγγλίας (τα παλιά χρόνια αυτό!)
Πρόκειται για την βιογραφία του Arthur Stace (1884 – 1967). O Stace ήταν ένα λούμπεν στοιχείο του Σύδνεϋ, αλκοολικός, ο οποίος κάποια στιγμή χτυπήθηκε άσχημα από τον θεό στο κεφάλι. Μετά λοιπόν την συνάντησή του με τον Κύριο, και για το υπόλοιπο τις ζωής του (that is από το 1930 μέχρι που πέθανε), ξύπναγε κάθε μέρα τα χαράματα, έπαιρνε μαζί του μια χούφτα κιμωλίες και έκανε βόλτες, γράφοντας όπου μπορούσε την λέξη Eternity, με τον ιδιαίτερό του γραφικό χαρακτήρα (σημειωτέον πως ήταν αγράμματος).
Το ενδιαφέρoν της υπόθεσης, είναι πως το όλο θέμα δόθηκε με την μορφή μιας κινηματογραφημένης όπερας. Ίσως ο πιο σωστός όρος να είναι κινηματογραφικής παρά κινηματογραφημένης. Δεν επρόκειτο δηλαδή για μια μαγνητοσκοπημένη όπερα που ανέβηκε σε κάποιο opera house. Η όπερα διαδραματίζετε μέσα στο Σύδνεϋ, με την πόλη και τους δρόμους της να παίζουν το ρόλο σκηνικού. Μάλιστα ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε πολλές σκηνές από επίκαιρα για να πλάσει την εικόνα της πόλης πάνω από μια εκατονταετία πριν. Επίσης σκηνές από εικόνες που προβάλλονταν στους τοίχους της πόλης, όπως περιπλανιόνταν μέσα της ο πρωταγωνιστής, έδιναν μια έντονα ονειρική-εξωπραγματική ατμόσφαιρα. Καθώς ο πλοκή προχωρούσε βλέπαμε την πόλη αλλά και τον κόσμο να αλλάζει. Βλέπαμε τα διάφορα milestone της πόλης (την γέφυρα του λιμανιού, την όπερα) να έρχονται στη ζωή σιγά-σιγά (πολύ ωραία η εικόνα με την γέφυρα να είναι ημιτελής και τους εργάτες που την έφτιαχναν σκαρφαλωμένους πάνω της), αλλά και την διαφορά στον τρόπο ντυσίματος των ανθρώπων και στην τεχνολογία των αυτοκινήτων.
Ο Stace τελείωσε την περιπλάνησή του πολύ μετά τον πραγματικό του θάνατο – μάλιστα για μια στιγμή τον είδαμε να περνά μέσα από το νεκροταφείο που είναι ο τάφος του και μάλιστα ο σκηνοθέτης εστίασε στην ταφόπλακα. Η περιπλάνησή του φάνηκε να τελειώνει (με μια πολύ έντονη σκηνή σε κάτι θαλασσίους γκρεμούς έξω από την πόλη) μετά το 2000. Ήταν η αναγνώρισή του τρόπον τινά και ο τρόπος που πέρασε στην αιωνιότητα, μιας και ο πόλη τον αναγνώρισε σαν σύμβολό της, επιλέγοντας μέσα στα πυροτεχνήματα για τον εορτασμό του millennium να λάμπει ψηλά στον ουρανό η λέξη Eternity, με τον χαρακτηριστικό γραφικό χαρακτήρα του Stace.
Εκτός από την πόλη που άλλαζε, ο σκηνοθέτης φρόντισε να μας δίνει και άλλες χαρακτηριστικές εικόνες, ώστε να μην χαθούμε στο χρόνο. Έτσι βλέπαμε εμβόλιμα σκηνές από το τέλος των δύο παγκόσμιων πολέμων, την βόμβα, το βιετνάμ και ίσως και άλλα που ξεχνάω αυτή την στιγμή.
Εκτός από τον Arthur, το άλλο πρόσωπο που είχε έντονη παρουσία, ήταν η αδελφή του. Εντελώς αντίθετος χαρακτήρας, πολύ ζωντανή, εξωστρεφής αλλά και ελευθέρων ηθών. Μάλιστα ο Arthur ως νεαρός, δούλευε σαν τσιλιαδόρος στο μπουρδέλο που διεύθυνε (πριν συναντηθεί με τον θεό, όταν ήταν ακόμη αλκοολικός). Η αδελφή του συνέχιζε την έντονη ζωή της και από καιρού εις καιρό είχε συναντήσεις με τον αδελφό της, όπου επιβεβαιώνονταν η τρομερή αντίθεση στη στάση ζωή τους. Όλες οι συναντήσεις τους ήταν πολύ όμορφες και πολύ έντονες.
Και τα δύο αδέλφια έτυχαν εξαιρετικών ερμηνειών. Η Christa Hughes ως Myrtle Stace έμοιαζε κυριολεκτικά να ζεί λες και δεν υπάρχει αύριο. Σε μια κατάσταση λες και έτρωγε συνέχεια σπηντάκια, κάθε φορά ήταν σαν ανεμοστρόβιλος που παρασύρει τα πάντα γύρω της. Ακριβώς στο άλλο άκρο ο βαρύτονος Grant Doyle στο ρόλο του Eternity man. Εσωστρεφής και σκεφτικός, έμοιαζε συνεχώς αφηρημένος και αποκομμένος από τον κόσμο τριγύρω του. Ως αναγεννημένος χριστιανός ήταν πολύ καλός. Έμοιαζε σαν να οδηγείται από κάποιο εσωτερικό φως που τον σπρώχνει απρόσκοπτα και αταλάντευτα στο μοναδικό στόχο της ζωής του: να γράφει ξανά και ξανά Eternity.
Στο τέλος της προβολής υπήρχε και Q&A session, όπου ο σκηνοθέτης μας είπε πως οι τραγουδιστές ήταν ηχογραφημένοι live και τραγουδούσαν κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, γιατί δεν ήθελε να χαθεί η ένταση της στιγμής καθώς επίσης και το συναίσθημα (που δεν θα πολυ-υπήρχε αν ηχογραφούνταν στο στούντιο και στην συνέχεια πατσαριζόνταν στην ταινεία).
Η μουσική ήταν του Jonathan Mills, ο οποίος είναι και ο νέος διευθυντής του διεθνούς φεστιβάλ του Εδιμβούργου. Μουσική αργή στην εξέλιξή της, με πλατιά μέρη, αρκετά ενδιαφέρουσα. Ωστόσο δεν μπόρεσα να την ακούσω καλά, λόγω μάλλον του κινηματογραφικού χειρισμού της. Βέβαια και το σύστημα του Δαναού δεν είναι ότι το καλύτερο, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν πως μόλις άρχισε κάποιος να τραγουδάει η μουσική χαμήλωνε σε ένταση και ακούγονταν στο background εν είδει συνοδείας του τραγουδιστή. Αρκετά pop approach, που έκανε δύσκολο ή και αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς άλλα μέρη εκτός από την φωνή. Δεν ξέρω αν αυτό έγινε από επιλογή αλλά δεν το βρήκα εύστοχο.
Δεν βρήκα πληροφορίες για την ορχήστρα που έπαιζε και εν γένει για την ηχογράφηση που χρησιμοποιήθηκε.
Οι κυριότεροι συντελεστές:
Σύνθεση Jonathan Mills, Libretto Dorothy Porter, Σκηνοθεσία Julien Temple, Arthur Stace Grant Doyle, Myrtle Stace Christa Hughes