Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

Ah Tosca! pagherai ben cara la sua vita!


Την περασμένη Πέμπτη (22/3/7) παρακολούθησα την Tosca στην Λυρική (75). Πρέπει να ήταν η τρίτη ή τέταρτη φορά που βλέπω αυτή την όπερα, η οποία θεωρείται δικαίως μάλλον μέσα στις top-ten των τελευταίων … 3-4 αιώνων :-) Ο λόγος βέβαια είναι η καταπληκτική μουσική του Πουτσίνι, και το δέσιμό της με το εξαιρετικά έντονο και γεμάτο δράση, πάθη και … timeless πατριωτισμό λιμπρέττο των Luigi Illica και Giuseppe Giacosa. Η Τόσκα λοιπόν φτιάχτηκε με την σωστή συνταγή και μάλιστα πολύ πετυχημένα, μιας και καταφέρνει για παραπάνω από 100 χρόνια (πρεμιέρα 14 Ιανουαρίου 1900 στο θέατρο Contanzi στη Ρώμη) να συγκινεί ακόμη τόσο πολύ.

Με αντικρουόμενα συναισθήματα με άφησε η παράσταση. Προβληματίστηκα αρκετά ως προς το τι ακριβώς δεν μου άρεσε και δεν μπορώ να την χαρακτηρίσω superb, μιας και η παράσταση είχε την τύχη να έχει δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές σε πολύ καλή μέρα, στην άνοδο της καριέρας τους, που είμαι βέβαιος πως σε λίγα χρόνια θα λάμπουν στο παγκόσμιο στερέωμα. Ο λόγος βέβαια πρωτίστως για την Kristine Opolais στον ρόλο της Tosca αλλά και τον Misha Didyk στο ρόλο του Cavaradossi (θα έλεγα πως o Didyk μάλλον άρχισε να διανύει την golden age του – ίσως να είναι λίγο υποτιμητικό να τον χαρακτηρίσω «αναδυόμενο»). Καταπληκτικές φωνές γεμάτες ένταση, πάθος και μουσικότητα κάθε φορά που άρχιζαν μια άρια μαγνήτιζαν. Νομίζω πως το Vissi, d’ arte της Opolais αλλά και τα L’ arte nel suo misterο και Οh, dolci baci του Didyk ήταν τα καλύτερα live που έχω ακούσει. Πραγματικά σε συνέπαιρναν. Και όχι μόνο με την φωνή τους αλλά και με το παίξιμό τους. Πολλά μπράβι και στους δύο τους!

Ωστόσο παρόλο που η όπερα ευτύχησε να έχει δύο πραγματικά αστέρια μου φάνηκε πως ατύχησε βασικά στον Scarpia, αλλά και σε ένα μικρότερο βαθμό στη σκηνοθεσία/σκηνικά. Ο ρόλος του Scarpia δεν νομίζω πως ταιριάζει στον Peter Sidhom. Ίσως ο Στίβεν Κετσούλιους να ανεβάσει κατά πολύ την όπερα αλλά εγώ δυστυχώς είδα τον Sidhom. Ο Sidhom μας είχε χαρίσει έναν εξαιρετικό Leporello ως basso buffo πριν λίγους μήνες και δεν μπορούσα να τον βγάλω από το μυαλό μου κάθε φορά που έκανε κάποια γκριμάτσα. Ως Scarpia δεν έπεισε. Μια από της αγαπημένες μου σκηνές, το closing της 1ης πράξης με το απειλητικότατο Va, Tosca! νομίζω πως ήταν εντελώς ανεπαρκές. Έχω στο νου μου το συγκεκριμένο μέρος να είναι ο ορισμός της απειλής, υπόγειο, καταχθόνιο και κρύο. Ο Sidhom δεν ξέρω τι είχε στο νού του όταν το τραγουδούσε και έτσι όπως κουνούσε το κεφάλι του. Σίγουρα όμως δεν ήταν απειλητικός. Ούτε καν κακός δεν μου φαίνονταν! Μα μπορείς να έχεις Τόσκα με Scarpia ο οποίος δεν είναι τουλάχιστον κακός??? Αφήστε την χορωδία που έλεγε ένα Te Deum που δεν κόλλαγε με τίποτα. Εν γένει τα χορωδιακά μέρη ήταν επίσης όχι καλά articulated μέσα στο έργο. Φάνταζαν ξένα και δεν μπήκαν ούτε στιγμή θαρρώ στο κονσεπτ.

Η σκηνοθεσία νομίζω επίσης πως ήταν από τα αδύνατα σημεία. Υποτίθεται πως το έργο είχε μεταφερθεί στην Ρώμη του 1944. Λοιπόν αν δεν το είχα διαβάσει καθόλου δεν θα μου περνούσε από το νου. Βέβαια ο Σκάρπια και οι ακόλουθοί του έφερναν κάτι από γκεσταμπίτες αλλά δύσκολα θα είχα στο νου μου την Ρώμη το '44. Επίσης τα σκηνικά της 2ης πράξης με το τεράστιο άγαλμα του παρτιζάνου στο οδόφραγμα με αισθητική σοσιαλιστικού νεορεαλισμού, δεν ξέρω τι παρίστανε. Βασικά τα σκηνικά και γενικά όλη η σκηνοθετική σύλληψη μου φάνηκαν αόριστα, unfocused δίχως σαφές μήνυμα και χωρίς άποψη. Πολύ μπερδεμένος μου φάνηκε ο Πετρόπουλος και δυστυχώς το μπέρδεμά του το πέρασε και στο έργο.

Αρκετά καλή η ερμηνεία του Καρυτινού με την ορχήστρα της Λυρικής. Μάλλον θα έλεγα πως η Τόσκα «πηγαίνει» στη Λυρική.

Οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης: Angelotti Κωνσταντίνος Κατσάρας, Il Segrestano Δημήτρης Κασιούμης, Sciarrone Παύλος Σαμψάκης, Un Pastore Πένυ Ρίζου, Carceriere Χρήστος Αμβράζης, Spoletta Κωνσταντίνος Σταυρίδης

Εν κατακλείδει μια άνιση παράσταση, με περισσότερα όμως θετικά παρά αρνητικά στοιχεία. Κι αν τόνισα ίσως περισσότερο να αρνητικά είναι γιατί "ψιλοτσαντίστικα" μιας και το μόνο που έλειπε ήταν ίσως ένας καλός Σκάρπια για να απογειώσει την παράσταση.

Ps. Τι κόλλημα κι αυτό όλες οι εφημερίδες να ρωτάνε όλες τις σοπράνο για την Κάλλας και αυτές να θεωρούν υποχρέωσή τους να απαντάνε πόσο πολύ την λατρεύουν! Δεν έχουν τίποτε άλλο να ρωτήσουν? Λες και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η Κάλας! Αμμάν πια! Τι επαρχιώτικη συμπεριφορά είναι αυτή???

Ετικέτες

buzz it!

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

Αχ, ψυχή μου

Με δύο πολύ βαριά ονόματα έκλεισε ο φετινός κύκλος Μπαρόκ του Μεγάρου. Η παιδική χορωδία του Αγ. Θωμά και η ορχήστρα Gewandhaus της Λειψίας, μας παρουσίασαν την περασμένη Κυριακή 18-3-7, τα Κατά Ιωάννη Πάθη του Γ.Σ. Μπάχ (73), σε ένα κατάμεστο σχεδόν Μέγαρο.

Η παιδική χορωδία Thomaner ίσως είναι η παλιότερη χορωδία (still in action) στον κόσμο, με ιστορία που κοντεύει να κλείσει 800 χρόνια. Ο ίδιος ο Μπάχ υπήρξε μέλος της και Διευθυντής της για 27 χρόνια, και είναι θαμμένος στην έδρα της (that is η εκκλησία του Αγ. Θωμά στη Λειψία). Σαν κάντορας του Αγ. Θωμά, ο Μπάχ σύνθεσε τα περισσότερα έργα του, ειδικά για αυτήν την χορωδία. Ο Georg Christoph Biller, ο οποίος είχε και την μουσική διεύθυνση της βραδυάς είναι ο 16ος διάδοχος του Μπαχ, σε αυτή την θέση και υπήρξε κι αυτός μέλος της χορωδίας στα μικράτα του.

Η ορχήστρα Gewandhaus, κι αυτή από τα πιο παλιά μουσικά ιδρύματα του κόσμου, ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1743 από 16 έμπορους της Λειψίας. Ο Felix Mendelssohn Bartholdy, ο Arthur Nikisch, ο Wilhelm Furtwängler, ο Franz Konwitschny και ο Kurt Masur υπήρξαν μεταξύ των Διευθυντών της. Ο τωρινός Διευθυντής της – ο 19ος στη σειρά – είναι ο Riccardo Chailly, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και Μουσικός Διευθυντής της όπερας της Λειψίας. Στην παράσταση που παρακολούθησα δεν έλαβε μέρος ολόκληρο το σώμα της ορχήστρας βέβαια, αλλά περί του 25-30 μουσικούς.

Έλαβαν επίσης μέρος οι: Julie Koch σοπράνο, Martin Woelfel άλτο, Martin Petzold τενόρος (Ευαγγελιστής), Jörg Hempel μπάσος και Matthias Weichert μπάσος (Ιησούς). Αξίζει να σημειώσουμε πως τόσο ο Petzold όσο και ο Weichert υπήρξαν μελη της παιδικής χορωδίας.

Άψογη τεχνική εκτέλεση του έργου, αλλά ωστόσο μου φάνηκε λίγο άψυχη. Αν εξαιρέσω το πρώτο (Herr, unser Herrscher…) και το τελευταίο (Ach Herr, laß dein…) χορωδιακό που τα βρήκα πολύ καλά (είναι βέβαια και τα … χιτς του έργου) και την απόδοση και το πάθος του Petzold, η όλη εκτέλεση μου φάνηκε κάπως άνευρη. Βέβαια έχω για μέτρο αύτην την εκτέλεση και ίσως κακώς γιατί ο Richter υπήρξε ογκόλιθος και η τεχνική αρτιότητα της ηχογράφησης σε στούντιο δεν συγκρίνετε με την ζωντανή εκτέλεση. Θα μου πείτε πως άστοχα θέτονται τέτοια θέματα συγκρισιμότητας, καθότι η μέθεξη της ζωντανής παράστασης είναι αξεπέραστη, αλλά αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα: η μέθεξη. Δεν άρμοζε σε ονόματα βαριά σαν ιστορία.

Ετικέτες

buzz it!

Τρίτη, Μαρτίου 13, 2007

Elektra

Το περασμένο Σάββατο παρακολούθησα την Ηλέκτρα του R. Strauss στο Μέγαρο (67), από την ΚΟΑ υπό τον Johan Arnell. Ομολογώ πως περίμενα με μεγάλες προσδοκίες την παράσταση και το τέλος με βρήκε ψιλο-απογοητευμένο. Τώρα όμως που πέρασαν μερικές μέρες και την βλέπω λίγο από πιο μακρυά, την βρίσκω καλούτσικη.

Πρόκειται για μια τραγωδία σε μια πράξη σε λιμπρέτο του Hugo von Hofmannsthal, βασισμένο πάνω στο ομώνυμο θεατρικό του έργο (το οποίο με τη σειρά του είναι βασισμένο στην αρχαιοελληνική Ηλέκτρα). Η όπερα ήταν στην πρωτοπορία της εποχής της (η πρεμιέρα της στη Δρέσδη το 1909) τόσο μουσικά όσο και δραματικά.

O Strauss χρησιμοποίησε μια τεράστια ορχήστρα (111 όργανα) η οποία παίζει μια «ενοχλητική» ατονική μουσική, παράγοντας συγχρόνως ένα σωρό αλλόκοτους ήχους – σφυρίγματα, κρότους, στριγκλιές κλπ κλπ. Η μουσική του είναι αρκετά απαιτητική και σε στιγμές καθόλου ευχάριστη το αυτί. Όμως συνοδεύει με μαεστρία το δράμα και «απεικονίζει» στο μέγιστο βαθμό την ψυχική κατάσταση όχι μόνο της Ηλέκτρας αλλά όλων σχεδόν των εμπλεκόμενων.

Το έργο έχει «μπολιαστεί» με τις ιδέες του σύγχρονου τότε Froyd και βρίθει αναφορών σε συμπλεγματικές καταστάσεις, τώρα πια εύκολα αναγνωρίσιμες από την πλειοψηφία του κοινού (όρα το Σύμπλεγμα της Ηλέκτρας). Τα συμπτώματα που παρουσιάζει η Ηλέκτρα (πχ κρατάει κρυμμένο το τσεκούρι με το οποίο δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνων με σκοπό να σκοτώσει με αυτό Κλυταιμνήστρα & Αίγισθο, οι σαφέστατες ερωτικές προτάσεις που κάνει στην αδελφή της για να την βοηθήσει στους φόνους, η εμμονή που έχει με τον φόνο της μητέρας της και οι σαφείς υπαινιγμοί στο ότι αυτή η εμμονή οφείλεται στο ότι η μητέρα της της στέρησε τον πατέρα-εραστή της, η καθημερινή της συμπεριφορά κλπ) έχουν ξεκάθαρο ψυχαναλυτικό περιεχόμενο και καθιστούν την Ηλέκτρα μια κατ’ εξοχήν ψυχολογική όπερα.

Δραματικώς το έργο χτίζεται ουσιαστικά γύρω από ένα απαιτητικότατο ρόλο – τον ρόλο της Ηλέκτρας. Η Ηλέκτρα δεν φεύγει σχεδόν ποτέ από την σκηνή και όλη σχεδόν η όπερα είναι ένα κρεσέντο που οδηγεί μετά από περίπου 100 λεπτά οδυρμού της Ηλέκτρας στην κορύφωση με τους φόνους του ζεύγους Κλυταιμνήστρας και Αιγίσθου και την επακόλουθη κατάρρευση της Ηλέκτρας, μέσα σε μια έκσταση χαράς. Σε αυτό το σημείο η όπερα αυτή μοιάζει με την Σαλώμη, μόνο που στη Σαλώμη ήταν το ερωτικό πάθος που οδηγούσε το δράμα ενώ εδώ είναι το πάθος για εκδίκηση.

Λοιπόν αυτό το πάθος δεν κατάφερε να μας το επικοινωνήσει στον μέγιστο βαθμό του η Nadine Secunde (Ηλέκτρα). Δεν λέω πως ήταν ανεπαρκής αλλά ήθελε «κι άλλο». Η φωνή της μου φάνηκε να κουράζεται σε ορισμένα σημεία και μερικές φορές τα φορτίσσιμα τα προετοίμαζε με βαθιές ανάσες και δεν έρχονταν φυσικά. Ωστόσο σε ορισμένα σημεία ήταν πολύ καλή (όπως στη σκηνή που προσπαθεί να ξελογιάσει ερωτικά την αδελφή της). Συνολικά θα έλεγα, πως η παρουσία της πάνω στη σκηνή για την υποκριτική εξυπηρέτηση του ρόλους της ήταν αρκετά καλή. Στήριξε επαρκώς τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά δεν είχε το κάτι παραπάνω που θα σε καθήλωνε.

Η Αγνή Μπάλτσα (Κλυταιμνήστρα) δεν μου άρεσε καθόλου. Νομίζω πως δεν κατάφερε ούτε στιγμή να μπεί στο ρόλο της, ενώ σε στιγμές φάνηκε να έχει έντονα σημάδια ερμηνευτικής αμηχανίας.

Από την άλλη μεριά εξαιρετική ήταν η Inga Nielsen στο ρόλο της Χρυσόθεμις. Νομίζω πως ήταν η καλύτερη παρουσία σε όλο το έργο. Τραγούδησε με πάθος και απέδωσε μια Χρυσόθεμις γήινη και σε απόγνωση με την ανώμαλη κατάσταση που έχει μπλέξει λόγω της αδελφής της και της μητέρας της. Λαμπερή φωνή, έντονα λυρική με άνεση και δραματικότητα.

Στα θετικά τα λιτά σκηνικά αν και ο τρόπος που πρωτο-παρουσιάστηκε η Κλυταιμνήστρα μου φάνηκε λίγο παράταιρος. Λες και ο σκηνοθέτης ήθελε να "σπρώξει" την σπουδαιότητα του ρόλου, χωρίς ωστόσο αυτό να υποστηρίζεται από το έργο. Η σκηνή σχεδόν σε όλη την διάρκεια του έργου ήταν γυμνή με ένα μπλέ βαθύ παραπέτασμα στο βάθος και μόνο υπαινικτικό στοιχείο το «ματωμένο» λάκο στο κέντρο γύρω από τον οποίο εξελίσσονταν τα δρώμενα. Στα θετικά επίσης και η σκηνοθεσία που εξέθεσε στο κοινό την «τρέλλα» της Ηλέκτρας αλλά και την σύγκρουσή της με την μητέρα της επαρκέστατα, αλλά ωστόσο χωρίς καμιά ερμηνευτική διάσταση. Επίσης ο βαθύς μπλε φωτισμός ενίσχυε την υποβλητικότητα του θεάματος, αν και ήταν πολύ κουραστικός για τα ταλαιπωρημένα μου μάτια.

Η ερμηνεία του Johan Arnell με την ΚΟΑ σημειώνεται στα αρνητικά της παράστασης. Ελάχιστες φορές κατάφερε η ορχήστρα να αποδώσει τη ένταση των στιγμών και τις … frenzy καταστάσεις που λάμβαναν χώρα επί σκηνής. Τεχνικώς ίσως επαρκής η εκτέλεση αλλά ερμηνευτικώς κενή – μάλιστα σε αρκετά σημεία μου φάνηκε πως χάνονταν … συχνότητες και αναρωτιόμουν αν όντως είναι 111 (μιας και η τάφρος είναι αρκετά βαθιά και δεν βλέπεις τίποτα μέσα) . Ίσως να ήταν too much για την ΚΟΑ το έργο.

Οι υπόλοιποι συντελεστές: Σκηνοθεσία Μichael Hampe, Σκηνικά Μichael Hampe-Martin Rupprecht, Αίγισθος Arild Helleland, Ορέστης Harry Peeters

Ετικέτες

buzz it!

Δευτέρα, Μαρτίου 05, 2007

Nabucco

Ο Ναμπούκο, αποτέλεσε την όπερα μέσω της οποίας ο Βέρντι καθιερώθηκε σαν μεγάλος συνθέτης ανάμεσα στους σύγχρονούς του. Πρόκειται για μια «εθνικιστική» όπερα του 19ου αιώνα, μιας και οι Ιταλοί του Βένετο και της Λομβαρδίας ταύτισαν τον εαυτό τους με τους Εβραίους της υπόθεσης (και προφανώς τους Αυστριακούς με τους Ασσύριους αντίστοιχα). Άλλωστε το Va pensiero εξελίχτηκε στον εθνικό ύμνο του Risorgimento.

Και τα ίδια εθνικιστικά συναισθήματα προκάλεσε πάνω-κάτω και στους Κερκυραίους τηε εποχής απ’ ότι πληροφορούμαστε εδώ, (παρουσιάστηκε το 1844 στο San Giacomo - δύο χρόνια μετά την πρεμιέρα στη Σκάλα) και στους οποίους οφείλει και το τελικό της όνομα (αρχικά η όπερα είχε τον τίτλο Nabucodonosor). Που να ήξεραν κι αυτοί τι κακό πράγμα είναι ο εθνικισμός :-)

Αξιοπρεπής ο Ναμπούκο της Λυρικής την Κυριακή 5-3-7 (70). Ωστόσο περίμενα μάλλον περισσότερα, μιας και οι συντελεστές της παράστασης προοιώνιζαν κάτι καλύτερο. Ίσως βέβαια και να έφταιγε το ότι πως δεν είχε καλοσχεδιαστεί μιας και αρχικά προορίζονταν για συναυλιακή παρουσίαση (στο πρόγραμμα που εκδόθηκε στην αρχή της σαιζόν αναφέρεται σαν ημισκηνοθετημένη - ό,τι και αν σημαίνει αυτό). Νομίζω πως ήταν μια κλασική περίπτωση του ότι δεν αρκεί να έχεις τα σωστά υλικά, πρέπει να τα μαγειρέψεις και καλά.

Αλλά ας αρχίσω πρώτα από τα θετικά και μετά περνάω στη «γκρίνια». Κατ’ αρχάς τα σκηνικά και η σύλληψη της μεταφοράς της υπόθεσης σε κάτι που έφερνε στο νου τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά πάλι δεν μπορούσες να το ταυτοποίησης πλήρως με αυτά. Τα παρατεταγμένα παπούτσια και οι ράγες στις οποίες κυλούσε το σκηνικό μας έφερναν οπωσδήποτε κάτι από στρατόπεδα με Εβραίους. Από την άλλη τα ρούχα όχι. Εν πάσει περιπτώσει ήταν ενδιαφέρουσα σύλληψη και στα συν της παραγωγής, παρόλο το μηχανισμό που στρίγγλιζε όταν προσπαθούσε να κινήσει το σκηνικό και το μηχάνημα που έβγαζε καπνό που και αυτό συνέβαλε με τον τρόπο του στη μουσική επένδυση της παράστασης. Αφήστε δε το καπνό που σε συνδυασμό με μια βαρειά αλλεργία (φέτος ήλθε νωρίς η άνοιξη) κόντεψε να με πνίξει!

Αλλά είπαμε, πρώτα τα θετικά.

Το πιο δυνατό asset της παράστασης ήταν οι πρωταγωνιστές της: η Guleghina, ο Nucci και ο Καβράκος – με αυτή την σειρά. Και οι Μομίροφ και Μαϊφάτοβα πολύ καλοί ήταν επίσης. Αλλά η Guleghina ήταν δύναμη της φύσης! Και όχι μόνο σαν φυσική παρουσία με το παντελόνι και την δερμάτινη καμπαρντίνα και την αέναη κίνηση που έμοιαζε πραγματικά σαν πολέμαρχος, αλλά και με τα φωνητικά της προσόντα. Απύθμενα πνευμόνια, έλεγες πως δεν χρειάζεται να ανασάνει. Και δύναμη φωνής… για πλάκα σκέπαζε την ορχήστρα και την χορωδία ακόμη και στα φορτίσιμα. Ο Nucci (ομολογώ πως γι’ αυτόν διάλεξα την κυριακάτικη παράσταση μιας και τραγούδησε μόνο στις δύο τελευταίες παραστάσεις) ξεκίνησε μέτρια, αλλά μετά το διάλειμμα ανέβηκε κατακόρυφα και στο τέλος ήταν πραγματικά συγκλονιστικός.

Πάμε τώρα στα κακά. Κατ’ αρχάς η σκηνοθεσία. Νομίζω πως απέτυχε να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της υπόθεσης. Απέτυχε να προσελκύσει συναισθηματικά τον θεατή, μιας και έδινε την εντύπωση συρραφής σκηνών παρά ολοκληρωμένου έργου. Φυσικά μπορεί εγώ να το εξέλαβα έτσι και να είχε σχέση μόνο με μένα αυτή η αίσθηση παρά με την πραγματικότητα, αλλά καμιά στιγμή δεν μπόρεσα να «μπώ» στο έργο. Επίσης όλα αυτά τα σκηνοθετικά ευρήματα με τους πρωταγωνιστές να πετάγονται πίσω από την πλατεία και ομάδα θεατών να παίζει από το φουαγιέ με κούρασαν. Αφήστε που κάθε φορά που άνοιγαν οι πόρτες έτριζαν του σκοτωμού οπότε κάθε στοιχείο έκπληξης χάνονταν.

Βέβαια δεν έφταιγε μόνο η σκηνοθεσία για την ατονία αλλά και η μουσική ερμηνεία. Ο Βουδούρης μας έδωσε έναν αδιάφορο Ναμπούκο και ομοίως άτονη ήταν και η χορωδία με αποκορύφωμα ένα μάλλον μίζερο Va pensiero. Ευτυχώς το κοινό χειροκροτούσε συνέχεια και μπορούσα και εγώ να φυσάω τη μύτη μου δίχως άγχος :-)

Οι συντελεστές της παράστασης: Moυσική Διεύθυνση Ηλίας Βουδούρης, Σκηνοθεσία Τζούλια Πέβσνερ, Φωτισμοί Λευτέρης Παυλόπουλος, Διεύθυνση Χορωδίας Νίκος Βασιλείου, Nabucco Leo Nucci, Ismaele Ιβάν Μομίροφ, Zaccaria Δημήτρης Καβράκος, Abigaille Maria Guleghina, Fenena Βικτόρια Μαϊφάτοβα, Il gran sacerdote Δημήτρης Κασιούμης, Abdallo Φίλιππος Δελλατόλας, Anna Αντωνία Καλογήρου

Αυτά. Περιμένουμε να δούμε πως θα είναι η Τόσκα.

Ετικέτες

buzz it!