Τρίτη, Ιουλίου 07, 2009

Ο Ήχος του Μότζαρτ


Μια πολύ ενδιαφέρουσα συναυλία παρακολουθήσαμε στις 2-7-9, στο Μέγαρο (88). Το συγκρότημα Le Cercle de l' Harmonie, υπό την διεύθυνση του Jérémie Rhorer, μας παρουσίασε τρία από τα τελευταία έργα του Μότζαρτ. Μάλιστα μας τα έπαιξαν με όργανα εποχής της εποχής του Μόζαρτ και, απ’ όσο μπόρεσα να κρίνω, υιοθετώντας εν γένει όλο το ερμηνευτικό πνεύμα της ίδιας εποχής.

Μας έπαιξαν:

Α’ Μέρος
Ο μαγικός αυλός, KV 620, εισαγωγή
Κοντσέρτο για κλαρινέτο σε λα μείζονα, ΚV 622, Nicola Boud κόρνο ντι μπασέτο

Β’ Μέρος
Ρέκβιεμ, KV 626, Cornelia Götz σοπράνο, Maria Riccarda Wesseling μετζοσοπράνο, Stefano Ferrari τενόρος, Andreas Wolf μπάσος και χορωδία Les Éléments

Η αναπαράσταση του πνεύματος της εποχής από το συγκρότημα, μας έδειξε μια πολύ διαφορετική πλευρά των έργων. Πολύ πιο κοντά στον μπαρόκ ήχο, και όχι μόνο στην τεχνική αλλά και στο όγκο και την χροιά του ήχου. Επίσης το ολιγομελές του σχήματος έβγαζε στην επιφάνεια πολλές φορές διαφορετικές μουσικές φράσεις απ’ ότι έχουμε συνηθίσει και με πολύ διαφορετική ποιότητα. Ιδιαίτερα το ρέκβιεμ, που το έχουμε συνδέσει με μεγάλες ορχήστρες και τεράστιες χορωδίες, ήταν σαν το άκουγα πρώτη φορά.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η εισαγωγή του Μαγικού αυλού νομίζω πως ήταν και το λιγότερο καλό κομμάτι της βραδυάς. Μου φάνηκε άτονο, χωρίς ειρμό – δεν είχα από πού να πιαστώ για να το παρακολουθήσω – και χαώδες. Εν γένει σε πολύ λίγα σημεία μπόρεσα να μπω στη μουσική. Δεν ξέρω αν τους βγήκε ή ήταν η άποψη του μαέστρου, πάντως σε μένα δεν άρεσε αυτό που άκουσα.

Από το επόμενο όμως κομμάτι η ορχήστρα ανέβηκε σε άλλη κλάση. Το συγκεκριμένο κοντσέρο – από τα πιο γνωστά του Μότσαρτ – δεν θα έλεγα πως με συγκινούσε ιδιαίτερα, μέχρι που το διάβασα το βιβλίο του Ερικ-Εμμανουελ Σμιτ Η ζωή μου με τον Μότζαρτ. Γράφει ο Σμιτ, σε ένα άκρως λυρικό/συγκινητικό τόνο, εν είδη διαλόγου με τον Μόζαρτ (για το 2ο μέρος): Το κλαρινέτο, νανουρισμένο από τα έγχορδα, μουρμούρισε μια τρυφερή μελωδία που, με τις κατιούσες της, αποπνέει κάτι σαν γαλήνια θλίψη. Στην αρχή, φαντάστηκα ότι μου έστελνες αυτό το adagio για συμπαράσταση, μόνο και μόνο για να μου αποδείξεις ότι και συ είχες γνωρίσει τη λύπη. Μετά, όμως, καθώς το κομμάτι συνέχιζε, συνειδητοποίησα ότι άλλο πράγμα μου έλεγες. Το κλαρινέτο, όσο γλυκό και λεπτεπίλεπτο κι αν ήταν, αρνιόταν να λυγίσει, να υποταγεί στην κατάθλιψη; ανέβαινε ξανά, τραγουδούσε, ανθοβολούσε, κατάφερνε να ξεχωρίσει. Η λύπη είχε μεταμορφωθεί. Με τα αισθήματά σου είχες πλάσει ένα έργο. Η θλίψη είχε μετασχηματιστεί σε ομορφιά.

Νομίζω πως η ερμηνεία της Nicola Boud ήταν πολύ κοντά στην παραπάνω περιγραφή. Βέβαια δεν θα την χαρακτήριζα άψογη τεχνικά, αλλά είχε πάθος, ερμηνευτικό όραμα και ολοκληρομένη άποψη για το έργο. Όλα αυτά νομίζω πως βγήκαν, με αποτέλεσμα μια πολύ καλή ερμηνεία. Μάλιστα, έπαιζε με ένα corno di bassetto, στην ίδια τονικότητα για την οποία γράφτηκε αρχικά το έργο. Άξια κέρδισε το θερμότατο χειροκρότημα του κοινού στο τέλος.

Το δεύτερο μέρος ήταν αφιερωμένο στο πασίγνωστο Ρεκβιεμ. Έργο που ο συνθέτης άφησε ημιτελές και μάλιστα ο βαθμός στον οποίο το έργο είναι δική του σύνθεση είναι ακόμη θέμα μεγάλης συζήτησης.

Το ρέκβιεμ που μας έπαιξαν ήταν έργο μουσικής δωματίου. Μικρή ορχήστρα και μικρή χορωδία, μας πέρασαν ένα πνεύμα κατάνυξης μάλλον παρά το μεγαλειώδες επικό πνεύμα που αποπνέουν συνήθως οι σύγχρονες ερμηνείες. Ακόμη και το μεγαλειώδες Dies Irae, μου έφερε στο νου πολύ περισσότερο το γρηγοριανό μέλος από το οποίο κατάγεται, παρά το πνεύμα ο-φόβος-του-θεού για το οποίο είναι γνωστό. Στο ίδιο πνεύμα και οι μονωδοί και η εξαιρετική χορωδία μας παρέπεμψαν σε μια διαφορετική, πιο «ανθρώπινη» εκδοχή του έργου. Και προφανώς το ερμηνευτικπο πνεύμα του μαέστρου δεν θα μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά δίχως την υποστήριξη μιας άρτιας τεχνικά ορχήστρας. Εν κατακλείδει, από τα καλύτερα σύνολα παλιάς μουσικής που έχω ακούσει.

Αυτά. Όλοι στο τέλος φύγαμε με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά από την όμορφη βραδυά που μας επιφύλαξε το γαλλικό συγκρότημα.

Ετικέτες

buzz it!

Πέμπτη, Ιουλίου 02, 2009

Φιλαρμονική της Σκάλας του Μιλάνου – Daniel Barenboim


Την Δευτέρα 29-6, στο Ηρώδειο, παρακολουθήσαμε την κορυφαία στιγμή – από άποψη μουσικής – του φετινού φεστιβάλ. Συγκεκριμένα, παρακολουθήσαμε την Φιλαρμονική της Σκάλας υπό την διεύθυνση του Daniel Barenboim. Εξαιρετική η συναυλία (90) και μια από τις καλύτερες στιγμές μου έχω ζήσει στο Ηρώδειο.

To start with, ούτε η Φιλαρμονική της Σκάλας χρειάζεται συστάσεις ούτε ο Barenboim, μιας και πρόκειται για έναν από τους πιο δραστήριους (αρχι)μουσικούς της εποχής μας, με μεγάλη καριέρα είτε ως πιανίστας είτε ως διευθυντής ορχήστρας. Μάλιστα ο Τριστάνος που άνοιξε την φετινή σαιζόν της Σκάλας ήταν ένα γεγονός που συζητήθηκε πάρα πολύ και έλαβε πολύ καλές κριτικές. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε και την μόνιμη θέση που έχει ως καλλιτεχνικός διευθυντής της “υπό τας Φιλύρας” όπερα. Και βέβαια πως υπήρξε σύζυγος της Jacqueline du Pré (my favorite cellist).

Να σημειώσω πως η Φιλαρμονική της Σκάλας μπορεί να μην χρειάζεται συστάσεις ως προς την οπερετική της διάσταση, ωστόσο η συμφωνική δεν μου είναι ιδιαίτερα γνωστή. Μάλιστα, επειδή δεν θα έλεγα πως με ξετρελαίνουν οι ιταλικές ορχήστρας δεν κρύβω πως είχα αρκετά ερωτηματική διάθεση ως προς το τι θα ακούσω.

Η «κριτική» μου στάση όμως εξαφανίστηκε μετά τα πρώτα μέτρα του 3ου κοντσέρτου του Μπετόβεν. Η ορχήστρα είχε το σωστό μίγμα ιταλικής φινέτσας και γερμανικής πειθαρχίας και ακρίβειας. Εξαιρετικός ήχος και μάλιστα πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται πόσο καλά ακούγεται η ορχήστρα μέσα σε αυτόν τον χώρο. Εξαιρετικός και ο Barenboim στον διπλό ρόλο που είχε – σολίστα/μαέστρου. Βέβαια δεν παύει να μου φαίνεται overstretched τέτοιο setup. Με άλλα λόγια πόσο πολύ καλά μπορεί κάποιος να κάνει και τις δύο δουλειές ταυτόχρονα. Πχ. ο Barenboim έπαιζε κάτι στο πιάνο και μετά σηκώνονταν γρήγορα-γρήγορα από το σκαμπώ και διεύθυνε την ορχήστρα. Δεν είναι άραγε distracting αυτό για το πιανίστα; Δεν αποβαίνει εις βάρος της ερμηνείας του; Anyway…

Στο δεύτερο μέρος η ορχήστρα μεγάλωσε κατά πολύ και μας έπαιξε την Φανταστική του Μπερλιόζ. Εδώ νομίζω πως η ορχήστρα ξετύλιξε όλο το ταλέντο της και μας χάρισε μια αξέχαστη εμπειρία. Παρ’ όλους τους θορύβους του περιβάλλοντος (αεροπλάνα, παιδάκια που τσίριζαν από μακρυά, μια σειρήνα ασθενοφόρου, κινητά κλπ, κλπ) μας κράτησε καρφωμένους στη θέση μας. Ένα από τα καλύτερα Τραγούδια του Σαββατόβραδου (πέμπτο μέρος) που έχω ακούσει, με καθηλωτικό το Dies irae και το Σάββατο των Μαγισσών.

Μια πραγματικά αξιομνημόνευτη βραδυά. Δίκαια ο κόσμος ξέσπασε σε παρατεταμένα χειροκροτήματα που έφερναν και ξανάφερναν τον μαέστρο στη σκηνή. Μάλιστα ο κόσμος δεν σταμάτησε να χειροκροτάει και αναγκάστηκε να πάρει τον κορυφαίο από το χέρι για να κατέβει η ορχήστρα 

Είχαμε και δύο ανκόρ – ένα στο πρώτο μέρος στο πιάνο με ένα από τα Νυχτερικά του Σοπέν (νομίζω…) και στο τέλος με ολόκληρη την ορχήστρα με την Δύναμη του Πεπρωμένου.

Ασφυκτικά γεμάτο το Ηρώδειο – ήταν κατειλημμένες ακόμη και οι θέσεις στα πλάγια του άνω διαζώματος δίπλα στον τοίχο! Μάλλον προς μεγάλη απογοήτευση του κ. Λούκου. Μοναδικό μελανό σημείο οι «φεστιβαλίζοντες» θεατές που με το που τελείωσε η συναυλία και πριν ακόμη βγει για πρώτη φορά ο μαέστρος άρχισαν να πηδάν πάνω από τον κόσμο που χειροκροτούσε προκειμένου να φύγουν γρήγορα-γρήγορα.

Αυτά.

Ετικέτες

buzz it!

Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2009

Ορχήστρα Philharmonia & EP Salonen


Με λίγη καθυστέρηση είναι αλήθεια γράφω για αυτήν την συναυλία, κυρίως λόγω έλλειψης διάθεσης. Εν πάσει περιπτώσει, τόσο η ορχήστρα όσο και ο μαέστρος είναι από τα πιο σημαντικά ονόματα της μουσικής σκηνής – μάλιστα η μετακίνηση του μαέστρου νομίζω πως είναι από τις πιο καυτές μεταγραφές του καλοκαιριού. Έτσι στις 17-6 παρακολουθήσαμε στα πλαίσια του φεστιβάλ Αθηνών, στο Ηρώδειο, την Philharmonia Orchestra του Λονδίνου, υπό την διεύθυνση του Esa-Pekka Salonen (73). Βέβαια τέτοιου είδους συναυλίες στο Ηρώδειο είναι κυρίως τουριστικά/κοσμικά events και η απόδοση των καλλιτεχνών και των συνόλων που εμφανίζονται σε αυτό, είναι συνήθως greatly reduced από την ακαταλληλότητα του χώρου, ας το έχουμε υπ’ όψιν μας αυτό.

Έτσι λοιπόν μπορώ να πω πως περίμενα να ήταν λίγο καλύτεροι (ο Σαλόνεν με την καινούργια του ορχήστρα, δατ ιζ), αλλά ταυτόχρονα τους αναγνωρίζω και πολλά ελαφρυντικά.

Στο πρώτο μέρος ακούσαμε το 2ο κοντσέρτο για πιάνο του Λιστ, με τον Γιάννη Βακαρέλη. Δεν μου πολυάρεσε. Νομίζω πως ήταν από τις πιο μέτριες εμφανίσεις του Βακαρέλη (έχω δει 3-4), πράγμα που το επέτεινε η ακουστική του ωδείου. Ήχος εντελώς fuzzy, νομίζω πως απέτυχε να επικοινωνήσει με το ακροατήριο. Σε λίγο καλύτερο επίπεδο η ορχήστρα, αν και εγώ εισέπραξα πως η επικοινωνία και ο διάλογος μεταξύ τους δεν έρρεε. Μου φάνηκε αμήχανος, εξερευνητικός και εν γένει σαν να έλειπαν πρόβες.

Πολύ καλύτερη η ορχήστρα στο δεύτερο μέρος, στην 6η του Μάλερ. Φάνηκε σε μεγάλο βαθμό η τεχνική αρτιότητα της ορχήστρας και το σαφές και ακριβές ύφος του μαέστρου. Ίσως να ελέγχετε στο κατά πόσο εξέπεμψε την τραγικότητα του έργου, αλλά χωρίς αμφιβολία επρόκειτο για μια πολύ καλή εκτέλεση.

Βέβαια με δεδομένο το στρίμωγμα του Ηρωδείου, την διάρκεια του έργου και την καθιερωμένη καθυστέρηση έναρξης, το κυρίαρχο συναίσθημα που είχα ήταν πως είχα πως ήθελα σηκωθώ και πολύ δύσκολα μπορούσα να συγκεντρωθώ πια στη μουσική. Όπως είπα και πριν, συναυλίες που διαρκούν πάνω από δύο ώρες, που ξεκινούν εννιάμιση και με δεδομένο το κυκλοφοριακό της Αθήνας μάλλον απευθύνονται σε πολύ ορισμένο κοινό.

Anyway, it could be better.

Αυτά.

Ετικέτες

buzz it!