Δευτέρα, Ιουλίου 14, 2008

Τουρλίδες και Άλλα Παράξενα Πτηνά


Μετά το πολύ όμορφο Midsummer Night’s Dream, η Όπερα της Λυόν μας επιφύλαξε μια δεύτερη πολύ ευχάριστη έκπληξη. Την περασμένη Πέμπτη 11-7-8, στην αίθουσα Μαρίκα Κοτοπούλη, απολαύσαμε το Ποτάμι με τις Τουρλίδες, του Benjamin Britten.

Πρόκειται για μια μονόπρακτη όπερα δωματίου θρησκευτικού περιεχομένου (Curlew River, A Parable for Church Performance (Op. 71), είναι το “official” όνομά της). Το έργο είναι βασισμένο σε ένα παραδοσιακό γιαπωνέζικο θεατρικό έργο Νο, το οποίο ο Μπρίττεν είχε παρακολουθήσει σε μια επίσκεψή του στο Τόκιο το 1956. Εκτός από το λιμπρέτο του έργου (το οποίο βέβαια διατήρησε την δράση αλλά την μετέφερε σε ένα Καθολικό περιβάλλον) κι άλλα στοιχεία του θεάτρου Νο είχαν διατηρηθεί στο έργο. Έτσι η κινησιολογία (ιδιαιτέρα της Τρελλής μάνας) παρέπεμπε κατευθείαν στην παράδοση του θεάτρου Νο, όπως επίσης και ο απόλυτα ανδρικός θίασος και η χρήση «μάσκας» για την απόδοση των γυναικείων ρόλων. Η Τρελλή παίζονταν από άνδρα που φορούσε περούκα και είχε το πρόσωπό του έντονα βαμμένο, ώστε να μην είναι εμφανή τα ανδρικά χαρακτηριστικά.



Το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι ουσιαστικά βασισμένο στην Τρελλή μάνα και στον διάλογο που κάνει πρωτίστως με τον Βαρκάρη. Καταπληκτικός ο Michael Slattery στο ρόλο της τρελλής που όχι μόνο τραγουδάει αλλά και συστρέφετε σαν φίδι για όλη σχεδόν την διάρκεια του έργου, από τον πόνο του χαμένου γιού της. Νομίζω πως η παράστασή του είναι κάτι που θα το θυμάμαι για πάρα πολύ καιρό. Πολύ καλός και ο William Dazeley στο ρόλο του βαρκάρη. Στα highlight η διήγησή του κατά την διάρκεια του περάσματος του ποταμού.

Η παράσταση που παρακολουθήσαμε είναι παραγωγή του φεστιβάλ του Εδιμβούργου, όπου και πρωτοπαρουσιάστηκε το 2005.

Οι τραγουδιστές συνοδεύονται από ένα μικρό σύνολο μουσικών που περιλάμβαναν ένα φλάουτο, ένα κόρνο, μια βιόλα, ένα κοντραμπάσο, κρουστά και ένα όργανο δωματίου.

Οι κυριότεροι συντελεστές:

Μουσική διεύθυνση Alan Woodbridge, Σκηνοθεσία – Φωτισμοί Olivier Py, Σκηνικά – Κοστούμια Pierre-André Weitz, Διεύθυνση σκηνής Elsa Ragon, Abbot Konstantin Wolff, Ferryman William Dazeley, Madwoman Michael Slattery, Traveller Ivan Ludlow
Spirit of the boy Grégoire Boinay, Eight Pilgrims Jérôme Avenas, Brian Bruce, Fabrice Constans, Charles Saillofest, Philippe Maury, Paolo Stupenengo, Jean-François Gay, Jean-Richard Fleurencois

Αυτά.

Ετικέτες

buzz it!

5 Comments:

Blogger Parsifal said...

Den einai apisteuto to oti einai ena entelws agnwsto ergo? K einai pio gnwsta as poume h Eksaylwmenh Nyxta h to Erwartung ktl? Akoma perpataw sto dromo k akouw sto myalo mou th "mana" na tragoudaei "let me iiiiin, let me ouuuuut"...

14/7/08 19:47  
Anonymous Ανώνυμος said...

Καθόλου περίεργο. Το Erwatung είναι ένα αριστούργημα και δικαίως έχει την οποία αναγνώριση, αν και νομίζω ότι είναι και τα 2 είναι εξίσου γνωστά/άγνωστα ("Erwatung" και "Curlew River"). Πρόσφατα άκουσα (και ξανάκουσα) το Erwatung με τον Levine και την Norman.

Η Εξαϋλωμένη νύχτα δεν ξέρω αν πρέπει να συγκριθεί μια και δεν έχει σχέση με όπερα. Αρχικά γράφτηκε ως sextet (σεστέτο?) και έπειτα ενορχηστρώθηκε για ορχήστρα εγχόρδων. Φυσικά αξίζει την πολύ σπουδαία θέση στον χώρο της μουσικής. Νομίζω δε, ότι αποτελεί ένα συνδετικό κρίκο μεταξύ της μουσικής της ρομαντικής (και ύστερο-ρομαντικής) περιόδου και της μουσικής της 2ης σχολής της Βιέννης που θα ακολουθούσε. Μεθυστική πραγματικά μουσική.

Μεταξύ Britten kai Schoenberg, τι θα διαλέξω. Schoenberg φυσικά. Δεν κρύβω την μη-συμπάθεια μου στον Britten και γενικότερα σε οποιονδήποτε Βρετανό συνθέτη, όσο και αν προσπάθησα να τους αποδεχτώ. Θέμα βιοχημείας ίσως...

Τέλος θεωρώ ότι πολύ δίκαια ο Peter Grimes είναι η γνωστότερη και καλύτερη όπερά του.

Πάντως παρατήρησα ότι όλοι έχουν να λένε για την σκηνική παρουσίαση και σκηνοθεσία και λιγότερο για την μουσική. Και από τις φωτογραφίες που βλέπω ήταν κάτι εξαιρετικό.

Πιθανότατα να πήγαινα και εγώ (με συνοδεία ωτοασπίδων φυσικά (χο χο χο). Συγχωρέστε με αλλά δεν τους μπορώ, δεν τους μπορώ.

14/7/08 20:15  
Blogger Parsifal said...

Re Neco k gw etsi phgaina, me auto to mentality "de mou aresei o Britten, pws tha anteksw xriste mou" k fysika an me rwtouses prin Schoenberg h Britten tha elege ennoeitai Schoenberg alla den kserw giati mou ekanan toso entypwsh auta ta 2 erga. Mallon kserw. Sto Curlew me frikare h mousikh pou htan poly perigrafikh k to oneiro etyxe mias ekplhktikhs paragwghs. Den kserw pws na to pw me logia...Exw dei toses operes, den perimena oti kapoia opera, k malista syntheti pou den sympathw, tha eixe tetoio impact...Wra einai twra na arxisei na mou aresei k o Tippet, na parw zvarna tous giatrous...

15/7/08 02:15  
Anonymous Ανώνυμος said...

Την έχω την όπερα Curlew River (με τον Marinner και με ένα καταπληκτικό cast). Sorry αλλά δεν το μπορεσα.

Τώρα αν θα σου αρέσει και ο Tippet, τι να πω... Δεν μπορεί κάτι θα πάει στραβά. Θα σου έλεγα να το κοιτάξεις, διότι είναι πολύ σοβαρό. :-)

16/7/08 01:57  
Anonymous Ανώνυμος said...

. ΠΤίΤΣΑ
Και αν ακόμα δεν είχα γνωρίσει την Τιαλίν του Θανατηφόρου Έλκους,θα έφτανε η γνώση ότι το πουλί στα βουλγαρικά λέγεται "πτίτσα" για ν' αγαπήσω τη Βουλγαρία.
Πτίτσα!
Πιο αρμοστόν συνδυσμό φωνηέντων και συμφώνων για την απόδοση της έννοιας του πουλιού δεν έχω συναντήσει.
Πτίτσα!
Πρωτο TO "πι". Που η ιδέα του μόνο γεμίζει το στόμα σου αέρα πνοή που θέλει να βγει, που ζητάει να εκτονωθεί, να φύγει από κει μέσα που είναι κλεισμένη και να πετάξει, να λεφτερωθεί, να πάει πέρα και πάνω και γύρω, όπως το πλασματάκι που η λέξη "πτίτσα" προσδιορίζει.
θα μπορούσε να μην έχει πουλιά ο κόσμος μας; Όχι. Γιατί τότε τι θα μας χρησίμευε αυτό το όλο ορμή και απαλότητα, δύναμη και γλυκύτητα, πάθος και ηρεμία, θάνατο και ανάσταση μάζεμα του αέρα πίσω από τα χείλη μας, αν ήτανε μόνο να πούμε: περνώ, παρέα, πέτρα κι όχι να προσδιορίσουμε κάτι που πππππ-ετάει; Όχι! Κι αν δεν είχαμε πουλιά θα τα είχαμε φανταστεί.
Στα ελληνικά το "πι" του "πουλιού" ακολουθείται από ένα "ου", έναν βαρύ δηλαδή και σκληρό φθόγγο, που η άγαρμπη έλξη του καθηλώνει όλα τα γύρω του. Και άραγε και το "πι" και το πουλί μαζί του. Και πώς έτσι το πουλί να πετάξει;
Στο "πτίτσα" όμως το "πι" όχι μόνο δε δεσμεύεται από κάτι,αλλά η γλώσσα μας,ενώνει τις δυνάμεις της με τους μύες των παρειών και τωνχειλιών που μόλιςέχουνκατορθώσει το "πι",για να δώσει σ'αυτό,με τοναέρα που εκτοξεύει πραγματώνοντας το "ταύ"μόλις αφού το "πι" έχει βγει απο το στόμα,μιαν ακόμα ώθηση,για να το εφοδιάσει μεμιανσκόμα ηνοή,μ'ένα ακόμα ψύσημα,σαν όπως καμμιά φορά τα μικρά πουλάκια,που μερικές φορές διστάζουν να πρωτοπετάξουν,και που εκτός από την προσταγή της Φύσης θέλουνκαι το σπρώξιμο της μάνας για να το τολμήσουν. Και αυτό το διάστημα ανάμεσα στην εκφορά του "πι"και του "ταύ",αυτή η
..
απειροελάχιστα προσωρινή δέσμευση του «πι» μέχρι να ακουστεί αηόκοντα το"του" ,που επιτείνει την ορμή του «π» όταν πλέον αυτό πάρει την επίνευση, την επιτακτική αυτή συγκατάβαση του "ταυ" για να υπάρξει και να προχωρήσει, δε σας φέρνει στο νου το απειροελάχιστο διάστημα που μεσολαβεί από την όλο ετοιμότητα κατάσταση των δρομέων που έχουν κιόλας πάρει τη θέση τους και έχουν κιόλας ανακάμψει από την γονυκλινή τους στάση πανέτοιμοι για εκτόξευση, μέχρι τη μπιστολιά του αφέτη, που να! ακούγεται κιόλας; Και δε σας θυμίζει ίσως την ισχνή άρνηση της γυναίκας πριν, αμέσως μετά, φωνάξει με όλη τη δύναμη του φύλου της το "ναι", κάνοντας έτσι πιο ηδονική την ανεπιφύλακτη πια παράδοσή της;
Να λοιπόν το "πι" και το "ταυ" του "πτίτσα".
Και ύστερα έρχεται το "γιώτα". Ήδη η συρτή, ευθεία και όσο θέλει να υποθέσει κανείς προεκτεινόμενη γραμμή του, δίνει την εικόνα ενός πετάγματος όσο διαρκούς μπορεί να γίνει. Όπως του τρεξίματος ενός αυτοκινήτου, που αφού πέρασε από την πρώτη και δεύτερη ταχύτητά του, τώρα τρέχει με τετάρτη χωρίς ένια πια, χωρίς αντιστάσεις. Όπως του πετάγματος ενός αεροπλάνου, που αφού απογειώθηκε μέσα σε λίγα λεπτά, ύστερα πετάει για χιλιάδες μίλλια. Όπως το "πτίτσα" με τυ τα "πι" του και τα "ταύ" του.

Και ο τόνος είναι στο "γιώτα" του "πτίτσα", που και γλωσσογνωστικά σημαίνει πως όσο θέλεις πια TO μακραίνεις αυτό το "γιώτα" και άραγε το πέταγμα του πουλιού. Πέταγμα όλο γλύκα και ομορφιά, πέταγμα πρότυπο κάθε τι που μπορεί να πετάξει, που σημαίνει όλων όσων οι άνθρωποι θέλουνε να τα βλέπουνε ψηλά: ιδανικά, αισθήματα, ονειροπολήσεις, εκλετπυσμένους έρωτες, σκοπούς που θέτουν στη ζωή τους και μέσα εκπλήρωσής τους...
Και μήπως το "τσα" που κλείνει τη λέξη είναι άχρωμο;
Μήπως είναι μόνο ένα συμπλήρωμα για να τελειώνουμε και με την έννοια
"πουλί";
Καθόλου.

Τα "τσ" του, δεν είναι το κελάδημα του πουλιού; Δεν είναι το σύμπλεγμα συμφώνων που μας πάει κατευθείαν στα πουλιά; Δεν είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα, η ειδοποιός διαφορά των ανθρωποποιημένων φωνών των διαφόρων ειδών του ζωικού βασιλείου; To "μια-ου" μάς παραπέμπει στον γατόκοσμο, το "γα-ου" στον σκυλόκοσμο, το "τσ-ίου" μάς πάει ίσα στον φτερωτό κόσμο των πουλιών. Και στο γραφτό μου αυτό, είναι σαν να θέλει να μας πει: Ει! Πάψτε να ονειρεύεστε αεροπλάνα, γυναίκες, δρομείς και αυτοκίνητα. Για μένα-για το πουλί μιλάτε!
Σωστά και εμένα τουλάχιστον με έκανε να ντραπώ λίγο η αναφορά μου σε μηχανήματα σε ένα γραφτό μέσα που μιλάει για πουλιά, όμοια όπως θα ένιωθα ντροπή, πολύ μεγαλύτερη μάλιστα, αν έγραφα αριθμούς μέσα στα ποιήματά μου.
Ως γιο το "τσα" ολόκληρο πια, τί να έλεγα που μιλάει μόνο του! Γιατί είναι η κατάληξη πολλών ωραίων πραγμάτων και ανθρώπων, όταν χρησιμοποιείται σαν κατάληξη στα υποκοριστικά τους. Από ονόματα ωραίων γυναικών που είναι άφθονα (όπως Αθανασίτσα, Ελενίτσα, Γαρουφαλλίτσα κλπ), δέντρων (μηλίτσα, πορτοκαλλίτσα), χώρων ίΦωλίτσα, αγκαλίτσα. τρυπίτσα) όρων σχετικών με θερμότητα (φωτίτσα, ζεστίτσα), αντικειμένων διάφορων (Θαλασσίτσα, ζακεττίτσα}. Έτσι το "τσα" και από αυτή την άποψη, μόνο καλά φέρνει στο μυαλό, αφού σε άσχημα πράγματα δεν συνηθίζουμε να δίνουμε υποκοριστικά-ποτέ δε θα λέγαμε ας πούμε την πείνα πεινίτσα, την πανούκλα πανουκλίτσα.
Θα μπορούσε να μου πει κάποιος πως και στην ελληνική λέξη πτηνό έχουμε το "πτη". Ναι, όμως με δύο διαφορές που. κάνουν τον θαυμασμό μου της βουλγάρικης λέξης αντικειμενικόν. Πρώτη διαφορά είναι πως η λέξη "πτηνό" περιλάμβάνει ένα γενικότερο σύνολο φτερωτών όντων. Και δεύτερη και καταλυτική το γεγονός ότι TO "πτη" στο "πτηνό", ακολουθείται από ένα άηχο και άψυχο, από ένα νεκρό κιόλας "νο". Kαι μάλιστα τονιζόμενο, έτσι που να δίνει τέλος σε όποια ελπίδα για χάρη και ελαφρότητα είχε αφήσει προφερόμενο να δημιουργηθεί το "τττη", ώστε με τη λέξη "πτηνό" να έχεις μπροστά σου ένα ψόφιο πουλί το ολιγότερο (αλήθεια τι δουλειά έχει το "νι" μ' ένα πουλί;)
Τελειώνοντας θέλω να ξεκαθαρίσω πως όταν αναφέρομαι στη λέξη "πτηνό" σε σύγκρισή της με τη λέξη "πτίτσα", δεν κάνω σύγκριση γλωσσών, ώστε να κατακρίνω καμία και να εξυψώνω άλλην. Μια λέξη πήρα που εδόνησε κάποια χορδή μου κι έγραψα κάποιες αλήθειες γι αυτήν. Ύστερα εσείς που με διαβάζετε καιρό, αφού με δικαιολογείτε όταν υμνώ τα κάλλη μιας γυναίκας, πολύ περισσότερο θα μου δικαιολογήσετε την ενασχόλησή μου με μια έστω μόνο λέξη, τη στιγμή που είναι γνωστό ότι χωρίς τη λέξη (γλώσσα),δε θα υπήρχε γυναίκα (τίποτα).

Γιώργης Χολιαστός

24/8/08 00:23  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home