Πληγή, όπερα σε 7 γεύματα (και τρία δωμάτια)
Πολύ ευχάριστη έκπληξη ήταν η οπερατική δημιουργία του Χαράλαμπου Γωγιού, που παρακολούθησα την περασμένη Τρίτη 22-7-8 στην Πειραιώς 260 (80). Βέβαια δεν ξέρω αν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν pure όπερα μιας και υπάρχουν σε πολύ μεγάλο ποσοστό κανονικοί διάλογοι (και μονόλογοι) αλλά σίγουρα πέφτει μέσα στην οπερατική σφαίρα.
Το έργο βασίζετε στο βιβλίο «Μοιραίο Πάθος» της Τζόζεφιν Χαρτ (Damage ο κανονικός τίτλος), το οποίο έχει γίνει γνωστό από την κινηματογραφική του μεταφορά με τον Τζέρεμυ Άιρονς και την Ζυλιέτ Μπινός. Το στόρυ εν ολίγοις διηγείται τη ερωτική σχέση ενός πολιτικού με την αρραβωνιαστικιά του γιου του, σχέση που καταλήγει στο θάνατο του γιού.
Τόσο η μουσική γραφή όσο και η σκηνοθετική προσέγγιση μας χάρισαν ένα πολύ όμορφο θέαμα. Θα ξεχωρίσω τους τρεις ίδιους κύριους με τα χρωματιστά κοκκάλινα γυαλια και το κομψό γενάκι (που κάποια στιγμή αναφωνούσαν τα headlines – κατευθείαν παραπομπή σε κινέζους υπουργούς θαρρώ) ή τις 6 ολόιδιες πλατινένιες bimbos που τριγύριζαν συνέχεια στη σκηνή μέσα στα χρυσά φορεματάκια τους. Είναι η δεύτερη φορά που βλέπω σκηνοθετική δουλειά της Μαριάννας Κάλμπαρη και θα έλεγα πως και αυτή την φορά μου άρεσε πολύ.
Η μουσική γραφή επίσης ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα και νομίζω πως ο Βασίλης Χριστόπουλος έκανε πολύ καλή δουλειά στην καθοδήγηση των μουσικών. Φάνηκε αρκετά εύστοχη στην επικοινωνία των κατάλληλων συναισθημάτων (όπως τουλάχιστον αφήνονταν να εννοηθούν από την εξέλιξη του έργου). Η ορχήστρα ήταν το σύνολο dissonArt και οι Αλέξανδρος Σταυρίδης, κλαρινέτο και Λενιώ Λιάτσου, πιάνο. Αρκετά μικρό σύνολο, που παραμέμπει περισσότερο σε όπερα δωματίου.
Ωστόσο υπήρχαν και μερικά πράγματα που δεν μου άρεσαν, χωρίς όμως να αλλοιώνουν την πολύ καλή συνολική εντύπωση. Έτσι σε πολλά σημεία που υπήρχαν spoken dialogues η όπερα έμοιαζε να σταματά και να περνάμε σε άλλο είδος μάλιστα χωρίς κανένα λόγο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την σκηνή στο τραπέζι που οι πρωταγωνιστές συζητούσαν μεταξύ τους και η μουσική είχε «εκφυλιστεί» σε μια elevator music-like συνοδεία από το πιάνο. Δεν κατάλαβα ποιο ρόλο εξυπηρετούσε αυτό. Ίσως να οφείλετε στην γενικότερη άποψη που έχει ο Γωγιός για την κρίση που περνά η όπερα και πως θα την φέρουμε κοντά στους νέους (αφαιρώντας λίγο από τον χαρακτήρα της ας πούμε;)
Επίσης νομίζω πως τα σκηνικά δεν ήταν καθόλου εύστοχα και έδιναν την εντύπωση πως ήταν αποτέλεσμα προβλημάτων στο budget μάλλον παρά καλλιτεχνικής επιλογής. Έμοιαζαν λύση ανάγκης και φτηνιάρικα. Όλα αυτά τα χαρτόκουτα και τα μεταλλικά ικριώματα δεν ήταν άσχημα αλλά νομίζω πως μείωναν κατά πολύ την ομορφιά του έργου.
Το άλλο που μου χτύπησε άσχημα έχει να κάνει με την δραματική εξέλιξη. Μου φάνηκε πως οι συχνοί μονόλογοι ήταν ένα awkward εύρημα για να προχωρήσει η εξέλιξη του έργου. Χαρακτηριστική η απέραντη απαγγελία στο τέλος του πρώτου δωματίου προκειμένου να μας δοθεί το bg της ιστορίας, σχετικά με τον αδελφό Ashton. Επίσης το τέλος με το μονόλογο στο μικρόφωνο θα μπορούσε κάλλιστα να λείπει. Δεν πρόσθετε απολύτως τίποτε, αντιθέτως θα έλεγα πως χάλαγε την μαγεία του πολύ καλού φινάλε. Υπήρχαν και άλλες τέτοιες στιγμές, που τώρα μου διαφεύγουν.
Εξαιρετικοί οι Τάσσος Αποστόλου και Δάφνη Πανουριά στους ρόλους του Υπουργού και της Ίνγκριντ, αντιστοίχως. Και οι υπόλοιποι ήταν πολύ καλοί. Θα σημειώσω την ιδιαίτερα έντονη κορύφωση της Πανουριά στο φινάλε, μετά τον θάνατο του Μάρτιν, σκηνή που νομίζω πως ήταν και η εντονότερη του έργου. Θα μπορούσε να είναι και καλύτερη η Σοφία Καπετανάκου στο ρόλο της Άννας. Το ίδια θα έλεγα και για τον Κωστή Ραφαηλίδη στο ρόλο του Μάρτιν.
Η άποψη μου είναι πως η όπερα κάθε άλλο παρά περνάει κρίση. Συνεχώς φτιάχνονται νέες αίθουσες και δημιουργούνται νέες όπερες. Στην Ευρώπη κάθε καλοκαίρι γίνεται πανδαιμόνιο από τα φεστιβάλ όπερας ενώ για να επισκεφτείς κάποιο από αυτά πολλές φορές πρέπει να κλείσεις εισιτήρια πολλούς μήνες προτού (με αποκορύφωμα το φεστιβαλ του Μπάϊρόυτ που πρέπει να κλείσεις πάνω από δεκαετία προτού :-) Το κοινό της αυξάνεται συνεχώς και αν στην Ελλάδα ο κόσμος ζει αποχαυνωμένος από τα μπουζούκια για αυτό δεν φταίει η όπερα.
Ούτε υπάρχει νομίζω υπάρχει καμμιά έντονη ανάγκη να αυξηθεί το κοινό. Οι περισσότερες παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια στη Λυρική και στο Μέγαρο είναι sold out. Καλό είναι βέβαια να έρχεται συνεχώς καινούργιος κόσμος αλλά δεν είναι και αυτοσκοπός.
Οι κυριότεροι συντελεστές της παράστασης:
Μουσική διεύθυνση Βασίλης Χριστόπουλος, Σκηνοθεσία Μαριάννα Κάλμπαρη, Σκηνικά - Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης, Φωτισμοί Γιώργος Τέλλος, Χορογραφία Βάλια Παπαχρήστου, Υπουργός Τάσος Αποστόλου, Ίνγκριντ Δάφνη Πανουργιά, Μάρτιν Κωστής Ραφαηλίδης, Άννα Σοφία Καπετανάκου, Σάλλυ Ελένη Βουδουράκη, Έντουαρτ Θάνος Πετράκης, Γουϊλμπερ Βαγγέλης Μανιάτης, Ελίζαμπεθ Μιράντα Γεωργάκη, Άντριου Γιάννης Χριστόπουλος, Δύο Μοντέλα Διαλεκτή Καμπάκου, Ειρήνη Κυριακίδου, Πήτερ Κυριάκος Κοσμίδης
Το έργο βασίζετε στο βιβλίο «Μοιραίο Πάθος» της Τζόζεφιν Χαρτ (Damage ο κανονικός τίτλος), το οποίο έχει γίνει γνωστό από την κινηματογραφική του μεταφορά με τον Τζέρεμυ Άιρονς και την Ζυλιέτ Μπινός. Το στόρυ εν ολίγοις διηγείται τη ερωτική σχέση ενός πολιτικού με την αρραβωνιαστικιά του γιου του, σχέση που καταλήγει στο θάνατο του γιού.
Τόσο η μουσική γραφή όσο και η σκηνοθετική προσέγγιση μας χάρισαν ένα πολύ όμορφο θέαμα. Θα ξεχωρίσω τους τρεις ίδιους κύριους με τα χρωματιστά κοκκάλινα γυαλια και το κομψό γενάκι (που κάποια στιγμή αναφωνούσαν τα headlines – κατευθείαν παραπομπή σε κινέζους υπουργούς θαρρώ) ή τις 6 ολόιδιες πλατινένιες bimbos που τριγύριζαν συνέχεια στη σκηνή μέσα στα χρυσά φορεματάκια τους. Είναι η δεύτερη φορά που βλέπω σκηνοθετική δουλειά της Μαριάννας Κάλμπαρη και θα έλεγα πως και αυτή την φορά μου άρεσε πολύ.
Η μουσική γραφή επίσης ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα και νομίζω πως ο Βασίλης Χριστόπουλος έκανε πολύ καλή δουλειά στην καθοδήγηση των μουσικών. Φάνηκε αρκετά εύστοχη στην επικοινωνία των κατάλληλων συναισθημάτων (όπως τουλάχιστον αφήνονταν να εννοηθούν από την εξέλιξη του έργου). Η ορχήστρα ήταν το σύνολο dissonArt και οι Αλέξανδρος Σταυρίδης, κλαρινέτο και Λενιώ Λιάτσου, πιάνο. Αρκετά μικρό σύνολο, που παραμέμπει περισσότερο σε όπερα δωματίου.
Ωστόσο υπήρχαν και μερικά πράγματα που δεν μου άρεσαν, χωρίς όμως να αλλοιώνουν την πολύ καλή συνολική εντύπωση. Έτσι σε πολλά σημεία που υπήρχαν spoken dialogues η όπερα έμοιαζε να σταματά και να περνάμε σε άλλο είδος μάλιστα χωρίς κανένα λόγο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την σκηνή στο τραπέζι που οι πρωταγωνιστές συζητούσαν μεταξύ τους και η μουσική είχε «εκφυλιστεί» σε μια elevator music-like συνοδεία από το πιάνο. Δεν κατάλαβα ποιο ρόλο εξυπηρετούσε αυτό. Ίσως να οφείλετε στην γενικότερη άποψη που έχει ο Γωγιός για την κρίση που περνά η όπερα και πως θα την φέρουμε κοντά στους νέους (αφαιρώντας λίγο από τον χαρακτήρα της ας πούμε;)
Επίσης νομίζω πως τα σκηνικά δεν ήταν καθόλου εύστοχα και έδιναν την εντύπωση πως ήταν αποτέλεσμα προβλημάτων στο budget μάλλον παρά καλλιτεχνικής επιλογής. Έμοιαζαν λύση ανάγκης και φτηνιάρικα. Όλα αυτά τα χαρτόκουτα και τα μεταλλικά ικριώματα δεν ήταν άσχημα αλλά νομίζω πως μείωναν κατά πολύ την ομορφιά του έργου.
Το άλλο που μου χτύπησε άσχημα έχει να κάνει με την δραματική εξέλιξη. Μου φάνηκε πως οι συχνοί μονόλογοι ήταν ένα awkward εύρημα για να προχωρήσει η εξέλιξη του έργου. Χαρακτηριστική η απέραντη απαγγελία στο τέλος του πρώτου δωματίου προκειμένου να μας δοθεί το bg της ιστορίας, σχετικά με τον αδελφό Ashton. Επίσης το τέλος με το μονόλογο στο μικρόφωνο θα μπορούσε κάλλιστα να λείπει. Δεν πρόσθετε απολύτως τίποτε, αντιθέτως θα έλεγα πως χάλαγε την μαγεία του πολύ καλού φινάλε. Υπήρχαν και άλλες τέτοιες στιγμές, που τώρα μου διαφεύγουν.
Εξαιρετικοί οι Τάσσος Αποστόλου και Δάφνη Πανουριά στους ρόλους του Υπουργού και της Ίνγκριντ, αντιστοίχως. Και οι υπόλοιποι ήταν πολύ καλοί. Θα σημειώσω την ιδιαίτερα έντονη κορύφωση της Πανουριά στο φινάλε, μετά τον θάνατο του Μάρτιν, σκηνή που νομίζω πως ήταν και η εντονότερη του έργου. Θα μπορούσε να είναι και καλύτερη η Σοφία Καπετανάκου στο ρόλο της Άννας. Το ίδια θα έλεγα και για τον Κωστή Ραφαηλίδη στο ρόλο του Μάρτιν.
Η άποψη μου είναι πως η όπερα κάθε άλλο παρά περνάει κρίση. Συνεχώς φτιάχνονται νέες αίθουσες και δημιουργούνται νέες όπερες. Στην Ευρώπη κάθε καλοκαίρι γίνεται πανδαιμόνιο από τα φεστιβάλ όπερας ενώ για να επισκεφτείς κάποιο από αυτά πολλές φορές πρέπει να κλείσεις εισιτήρια πολλούς μήνες προτού (με αποκορύφωμα το φεστιβαλ του Μπάϊρόυτ που πρέπει να κλείσεις πάνω από δεκαετία προτού :-) Το κοινό της αυξάνεται συνεχώς και αν στην Ελλάδα ο κόσμος ζει αποχαυνωμένος από τα μπουζούκια για αυτό δεν φταίει η όπερα.
Ούτε υπάρχει νομίζω υπάρχει καμμιά έντονη ανάγκη να αυξηθεί το κοινό. Οι περισσότερες παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια στη Λυρική και στο Μέγαρο είναι sold out. Καλό είναι βέβαια να έρχεται συνεχώς καινούργιος κόσμος αλλά δεν είναι και αυτοσκοπός.
Οι κυριότεροι συντελεστές της παράστασης:
Μουσική διεύθυνση Βασίλης Χριστόπουλος, Σκηνοθεσία Μαριάννα Κάλμπαρη, Σκηνικά - Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης, Φωτισμοί Γιώργος Τέλλος, Χορογραφία Βάλια Παπαχρήστου, Υπουργός Τάσος Αποστόλου, Ίνγκριντ Δάφνη Πανουργιά, Μάρτιν Κωστής Ραφαηλίδης, Άννα Σοφία Καπετανάκου, Σάλλυ Ελένη Βουδουράκη, Έντουαρτ Θάνος Πετράκης, Γουϊλμπερ Βαγγέλης Μανιάτης, Ελίζαμπεθ Μιράντα Γεωργάκη, Άντριου Γιάννης Χριστόπουλος, Δύο Μοντέλα Διαλεκτή Καμπάκου, Ειρήνη Κυριακίδου, Πήτερ Κυριάκος Κοσμίδης
Ετικέτες musical play, opera
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home